δυσαριστοτόκεια

δυσαριστοτόκεια
δυσαριστοτόκεια
unhappy mother of the noblest son
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσαριστοτόκεια — δυσαριστοτόκεια, η (Α) δύστυχη μάνα άριστου γιου …   Dictionary of Greek

  • δυσαριστοτόκειαν — δυσαριστοτόκεια unhappy mother of the noblest son fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”